dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πυρηνική ενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kernenergie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Οργανισμός Πυρηνικής Ενεργείας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kernenergie-Agentur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πολέμιος της πυρηνικής ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kernenergiegegner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πολέμια της πυρηνικής ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kernenergiegegnerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πολιτική πυρηνικής ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kernenergiepolitik
Ⓦ
Ⓖ
…