dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
λαρυγγοσκόπιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kehlkopfspiegel
Ⓦ
Ⓖ
…