dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
καουτσούκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kautschuk
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
φυσικό ελαστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Naturkautschuk
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συνθετικό ελαστικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
synthetischer Kautschuk
Ⓦ
Ⓖ
…