dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Κατάρ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Katar
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
καταρράκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Katarakt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καταρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Katarrh
Ⓦ
Ⓖ
…