dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εγκύστωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kapselung
Ⓦ
Ⓖ
…
ενθήκευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kapselung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ενθυλάκωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kapselung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
καψυλίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kapselung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
εγκλεισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kapselung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)