dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
αύξηση παραγωγικής ικανότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kapazitätserweiterung
Ⓦ
Ⓖ
…