dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ψυκτικό (μέσο) (υγρό)
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kühlmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ψυκτικό μέσο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kühlmittel
Ⓦ
Ⓖ
…