dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κορμοστασιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Körperhaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
στάση του σώματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Körperhaltung
Ⓦ
Ⓖ
…