dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
νέος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jüngling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
έφηβος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jüngling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νεανίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jüngling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νεαρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jüngling
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τεκνό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Jüngling
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)