dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
Ιταλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Italiener
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
Ιταλίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Italienerin
Ⓦ
Ⓖ
…