dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ισλανδία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Island
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ουσιαστικό
ο
Ισλανδός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Isländer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
Ισλανδή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Isländerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ισλανδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
isländisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
Ισλανδικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Isländisch
Ⓦ
Ⓖ
…