dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
παλαβός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Irrer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παλαβιάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Irrer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παλάβρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Irrer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)