dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Indiz
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ένδειξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Indiz
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
τεκμηριώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
indizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
θεραπευτική άμβλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
indizierte Abtreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δεικτοδότηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Indizierung
Ⓦ
Ⓖ
…