dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εμβολιασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Impfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εμβόλιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Impfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπόλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Impfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ενοφθαλμισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Impfung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μπόλιασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Impfung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)