dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
αναγνωρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
identifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ταυτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
identifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
ταυτίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich identifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταυτίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich identifizieren
Ⓦ
Ⓖ
…