dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
υψόμετρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Höhenmesser
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
υψομετρητής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Höhenmesser
Ⓦ
Ⓖ
…