dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ομοφυλοφιλία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Homosexualität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σοδομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Homosexualität
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σοδομισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Homosexualität
Ⓦ
Ⓖ
…