dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
κεφάλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haupt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κεφαλή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Haupt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)