dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
εμπορικός περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Handelsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
περιορισμοί στο εμπόριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Handelsbeschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…