dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
απαγόρευση στάθμευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Halteverbot
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
πινακίδα απαγόρευσης στάθμευσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Halteverbotsschild
Ⓦ
Ⓖ
…