dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό

loading...
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
Ουσιαστικό
der Grund
!
Ουσιαστικό
Αξιολογείστε τη μετάφραση αρνιτικά
Αξιολογείστε τη μετάφραση θετικά
der Grund
!
Ουσιαστικό
Αξιολογείστε τη μετάφραση αρνιτικά
Αξιολογείστε τη μετάφραση θετικά
der Grund
!
Ουσιαστικό
Αξιολογείστε τη μετάφραση αρνιτικά
Αξιολογείστε τη μετάφραση θετικά
der Grund
!
Ουσιαστικό
Αξιολογείστε τη μετάφραση αρνιτικά
Αξιολογείστε τη μετάφραση θετικά
der Grund
!
Ουσιαστικό
Αξιολογείστε τη μετάφραση αρνιτικά
Αξιολογείστε τη μετάφραση θετικά
der Grund
!
Ουσιαστικό
Αξιολογείστε τη μετάφραση αρνιτικά
Αξιολογείστε τη μετάφραση θετικά
der Grund

Εν μέρει αντιστοιχίες (+)