dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
καίγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glühen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πυρακτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glühen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πυράκτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Glühen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
πύρωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Glühen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φλέγομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glühen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
διακαής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glühend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διάπυρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glühend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
φλογερός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glühend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
λάβρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
glühend
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
καύτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
glühendes Ende
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψήνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verglühen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ψήνομαι στον πυρετό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vor Fieber glühen
Ⓦ
Ⓖ
…