dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αρθρόποδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gliederfüßer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αρθρόποδο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gliederfüßer
Ⓦ
Ⓖ
…