dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
όγκος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschwulst
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
όγκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwulst
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
πρήξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwulst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
εξόγκωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwulst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κύστης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwulst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
οίδημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschwulst
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)