dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
έμπορος μεταχειρισμένων αντικειμένων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gebrauchtwarenhändlerin
Ⓦ
Ⓖ
…