dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
πλαστογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fälscher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παραχαράκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fälscher
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
ψευδομάρτυρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
falscher Zeuge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πλαστογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fälscherin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
παραχαράκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geldfälscher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πλαστογράφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Urkundenfälscher
Ⓦ
Ⓖ
…