dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πρόωρη ανάφλεξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Frühzündung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
προανάφλεξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Frühzündung
Ⓦ
Ⓖ
…