dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φάουλ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Foul
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
κάνω φάουλ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
foulen
Ⓦ
Ⓖ
…