dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εργασία εν σειρά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fließbandarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εργασία σε αλυσίδα συναρμολόγησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fließbandarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)