dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ψαράς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fischer
Ⓦ
Ⓖ
…
αλιεύς
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fischer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)