dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
άδεια οδήγησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Führerschein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
άδεια οδηγήσεως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Führerschein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δίπλωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Führerschein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δίπλωμα οδηγήσεως
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Führerschein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δίπλωμα οδηγού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Führerschein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)