dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
επιπρόσθετος εξοπλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Extraausstattung
Ⓦ
Ⓖ
…