dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
έκπτωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ermäßigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
έκπτωση εισιτηρίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fahrpreisermäßigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
μείωση των φόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Steuerermäßigung
Ⓦ
Ⓖ
…