dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ενεργειακό προϊόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Energieträger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
καύσιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Energieträger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πηγή ενέργειας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Energieträger
Ⓦ
Ⓖ
…