dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ελεφαντόδοντο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Elfenbein
Ⓦ
Ⓖ
…
ελεφαντοστό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elfenbein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ελεφαντοστούν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Elfenbein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φίλντισι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Elfenbein
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)