dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ηλεκτρονική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elektronik
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
ηλεκτρονικός εξοπλισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elektronikausrüstung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ηλεκτρονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elektroniker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βιομηχανία ηλεκτρονικών
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Elektronikindustrie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ηλεκτρονικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elektronikingenieur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ηλεκτροτεχνικά απόβλητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elektronikschrott
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μικροηλεκτρονική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mikroelektronik
Ⓦ
Ⓖ
…