dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ελέφαντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elefant
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ελέφας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Elefant
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)