dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συσκευή εισόδου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eingabegerät
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συσκευή εισαγωγής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eingabegerät
Ⓦ
Ⓖ
…