dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ισχυρογνωμοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eigensinn
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ιδιοτροπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eigensinn
Ⓦ
Ⓖ
…
πείσμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Eigensinn
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δυστροπία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Eigensinn
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
πεισματάρης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ανάποδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
δύστροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ιδιότροπος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στρυφνός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σερέτικος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
αναποδιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eigensinnig werden
Ⓦ
Ⓖ
…