dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
ικανότητα επιβολής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Durchsetzungsfähigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…