dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
δοσολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dosierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ποσολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dosierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δόση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Dosierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δοσομέτρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dosierung
Ⓦ
Ⓖ
…