dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
συνάλλαγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Devisen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
συναλλαγματικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Devisen-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πράξεις συναλλάγματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Devisengeschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
συναλλαγματικές πράξεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Devisenhandel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
έλεγχος συναλλάγματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Devisenkontrolle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τιμή συναλλάγματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Devisenkurs
Ⓦ
Ⓖ
…
αγορά συναλλάγματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Devisenmarkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συναλλαγματική πολιτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Devisenpolitik
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συναλλαγματικό δίκαιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Devisenrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συναλλαγματικοί περιορισμοί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
devisenrechtliche Beschränkung
Ⓦ
Ⓖ
…
συναλλαγματικό απόθεμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Devisenreserve
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πώληση συναλλάγματος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Devisenverkauf
Ⓦ
Ⓖ
…