dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαδηλώτρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Demonstrantin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συμμετέχουσα σε διαδήλωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Demonstrantin
Ⓦ
Ⓖ
…