dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
βούβαλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Büffel
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
βουβαλίσιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Büffel-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κρέας βουβάλου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Büffelfleisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βουβάλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Büffelkuh
Ⓦ
Ⓖ
…