dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ταχυδρόμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Briefträger
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ταχυδρομικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Briefträger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διανομέας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Briefträger
Ⓦ
Ⓖ
…