dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γεώτρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bohrung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάτρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bohrung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τρήση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bohrung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
η
γεώτρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erdbohrung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
υποθαλάσσια γεώτρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Offshore-Bohrung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
γεώτρηση πετρελαίου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ölbohrung
Ⓦ
Ⓖ
…