dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
πληθυσμός σε ηλικία απασχόλησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bevölkerung im erwerbsfähigen Alter
Ⓦ
Ⓖ
…