dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καταπράυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besänftigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
εξευμενισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besänftigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξημέρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besänftigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εξιλέωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besänftigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
κατευνασμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besänftigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πράυνση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besänftigung
Ⓦ
Ⓖ
…