dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
συστατικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bestandteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
στοιχείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bestandteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
συνθετικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bestandteil
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συστατικό μέρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bestandteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)