dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
κατάληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
κατοχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
στελέχωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διανομή των ρόλων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επίταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Besetzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)